- κτησείδιον
- κτησείδιον, τό, kleines Eigentum, kleiner Besitz
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κτησείδιον — κτησείδιον, τὸ (AM, Α και κτησίδιον) μικρή ιδιοκτησία, μικρό κτήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτησε ίδιον < κτῆσις, εως + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
κτησείδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησειδίου — κτησείδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησειδίῳ — κτησείδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)